3,277,055
edits
(4) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσωρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> ([[ὦρος]] = [[οὖρος]], [[φύλακας]], [[παρατηρητής]]), [[κρατώ]] επίπονη, κοπιαστική [[φρουρά]], [[επιτηρώ]] με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δυσωρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> ([[ὦρος]] = [[οὖρος]], [[φύλακας]], [[παρατηρητής]]), [[κρατώ]] επίπονη, κοπιαστική [[φρουρά]], [[επιτηρώ]] με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δυσωρέομαι [δυσ-, οὖρος / ὦρος: wachter] met moeite, onrustig waken:. ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ zoals wanneer honden in de hof onrustig de wacht houden over de schapen Il. 10.183. | |||
}} | }} |