Anonymous

κακιστέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκιστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, [[ντροπή]], [[μομφή]] [[έναντι]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰκιστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, [[ντροπή]], [[μομφή]] [[έναντι]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακιστέον adj. verb. van κακίζω men moet een slechte naam geven.
}}
}}