Anonymous

κακόθρους: Difference between revisions

From LSJ
nl
(18)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-[[θρους]], <i>πολύ</i>-[[θρους]]].
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-[[θρους]], <i>πολύ</i>-[[θρους]]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.
}}
}}