Anonymous

κακύνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[φθείρω]], [[προκαλώ]] [[ζημιά]] ή [[βλάβη]]. — Παθ. με [[ηθική]] [[σημασία]], [[γίνομαι]] [[κακός]], [[συμπεριφέρομαι]] άσχημα, [[ενεργώ]] με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, [[απειθαρχώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, [[δέχομαι]] επικρίσεις, σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰκύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[φθείρω]], [[προκαλώ]] [[ζημιά]] ή [[βλάβη]]. — Παθ. με [[ηθική]] [[σημασία]], [[γίνομαι]] [[κακός]], [[συμπεριφέρομαι]] άσχημα, [[ενεργώ]] με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, [[απειθαρχώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, [[δέχομαι]] επικρίσεις, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακύνω [κακός] alleen pass. zich eerloos gedragen:; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βουλεύμασιν; verlaagt u zich dan niet met deze plannen? Eur. Hec. 251; in zijn eer geschaad worden:. σιγᾶν ἐφ ’ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι te zwijgen over wat nu mijn eer aantast Eur. Hipp. 686.
}}
}}