3,276,318
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[φθείρω]], [[προκαλώ]] [[ζημιά]] ή [[βλάβη]]. — Παθ. με [[ηθική]] [[σημασία]], [[γίνομαι]] [[κακός]], [[συμπεριφέρομαι]] άσχημα, [[ενεργώ]] με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, [[απειθαρχώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, [[δέχομαι]] επικρίσεις, σε Ευρ. | |lsmtext='''κᾰκύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[φθείρω]], [[προκαλώ]] [[ζημιά]] ή [[βλάβη]]. — Παθ. με [[ηθική]] [[σημασία]], [[γίνομαι]] [[κακός]], [[συμπεριφέρομαι]] άσχημα, [[ενεργώ]] με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, [[απειθαρχώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, [[δέχομαι]] επικρίσεις, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακύνω [κακός] alleen pass. zich eerloos gedragen:; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βουλεύμασιν; verlaagt u zich dan niet met deze plannen? Eur. Hec. 251; in zijn eer geschaad worden:. σιγᾶν ἐφ ’ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι te zwijgen over wat nu mijn eer aantast Eur. Hipp. 686. | |||
}} | }} |