Anonymous

κατάγρημι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(19)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάγρημι]] (Α)<br />[[καταγρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταγρῶ</i>].
|mltxt=[[κατάγρημι]] (Α)<br />[[καταγρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταγρῶ</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάγρημι Aeol. voor καθαιρέω.
}}
}}