Anonymous

καταπότιον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_22)
(nl)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπότιον''': τό, τὸ καταπινόμενον, καταπότι, «χάπι», καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν θᾶττον ποιεῖν [[καταπότιον]] δοθὲν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2., 9. 8, 3· δίδοται καὶ κοιλιακοῖς [[καταπότιον]] Διοσκ. π. Ὀρειβ. σ. 163, 217, 347κ. Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 7, 5.
|lstext='''καταπότιον''': τό, τὸ καταπινόμενον, καταπότι, «χάπι», καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν θᾶττον ποιεῖν [[καταπότιον]] δοθὲν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2., 9. 8, 3· δίδοται καὶ κοιλιακοῖς [[καταπότιον]] Διοσκ. π. Ὀρειβ. σ. 163, 217, 347κ. Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 7, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπότιον -ου en κατάποτον -ου, τό [καταπίνω] geneesk. drankje.
}}
}}