Anonymous

καταφύγιον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_22)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφύγιον''': τό, ὕποκορ. τοῦ προηγ., Δίων Κ. ἐν Mai’s Coll. Vat. σ. 529, Βυζ., πρβλ. [[κρησφύγετον]].
|lstext='''καταφύγιον''': τό, ὕποκορ. τοῦ προηγ., Δίων Κ. ἐν Mai’s Coll. Vat. σ. 529, Βυζ., πρβλ. [[κρησφύγετον]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταφύγιον -ου, τό [καταφεύγω] toevluchtsoord.
}}
}}