Anonymous

καύαξ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(20)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καύαξ]], -ακος, ιων. τ. καύηξ, -ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α)<br />[[είδος]] θαλάσσιου πτηνού, [[πιθανώς]] ο [[γλάρος]] («ἄντλῳ δ' ἐνθούπησε πεσοῡσ' ὡς εἰναλίη κήξ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η κατάλ. θυμίζει το <i>ἱέρ</i>-<i>αξ</i>, ενώ το θ. προέρχεται [[μάλλον]] από [[ονοματοποιία]] και θα μπορούσε να συνδεθεί με το γαλατ. <i>cuan</i> (απ' όπου το λατ. <i>cavannus</i>) και το αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>wo</i>, που όλα τους σημαίνουν «[[κουκουβάγια]]»].
|mltxt=[[καύαξ]], -ακος, ιων. τ. καύηξ, -ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α)<br />[[είδος]] θαλάσσιου πτηνού, [[πιθανώς]] ο [[γλάρος]] («ἄντλῳ δ' ἐνθούπησε πεσοῡσ' ὡς εἰναλίη κήξ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η κατάλ. θυμίζει το <i>ἱέρ</i>-<i>αξ</i>, ενώ το θ. προέρχεται [[μάλλον]] από [[ονοματοποιία]] και θα μπορούσε να συνδεθεί με το γαλατ. <i>cuan</i> (απ' όπου το λατ. <i>cavannus</i>) και το αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>wo</i>, που όλα τους σημαίνουν «[[κουκουβάγια]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=καύαξ -ακος, ὁ dat. plur. καύηξιν, Ion. καύηξ -ηκος, vogelnaam kauax (voor zeevogel).
}}
}}