Anonymous

κεκάδοντο: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεκάδοντο:''' [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του <i>χάζομαι</i>.
|lsmtext='''κεκάδοντο:''' [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του <i>χάζομαι</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=κεκάδοντο en κεκαδών zie κεκαδεῖν.
}}
}}