Anonymous

κελευστός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελευστός:''' -ή, -όν ([[κελεύω]]), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.
|lsmtext='''κελευστός:''' -ή, -όν ([[κελεύω]]), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.
}}
}}