Anonymous

κνίδωσις: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_8)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνίδωσις''': -εως, ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κνιδόω) [[κνησμός]], οἷος ὁ προξενούμενος ἐκ κνίδης, Ἱππ. Προρρ. 109, κτλ.
|lstext='''κνίδωσις''': -εως, ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κνιδόω) [[κνησμός]], οἷος ὁ προξενούμενος ἐκ κνίδης, Ἱππ. Προρρ. 109, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κνίδωσις -εως, ἡ [κνίζω] jeuk.
}}
}}