Anonymous

κορωνόν: Difference between revisions

From LSJ
nl
(21)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορωνόν]] και κόρωνον, τὸ (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> [[απόφυση]] ή [[κόνδυλος]]<br /><b>2.</b> [[αγκώνας]] («[[βραχίονας]], κορωνά, καρποὺς ἔσθει», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κορωνόν]] και κόρωνον, τὸ (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> [[απόφυση]] ή [[κόνδυλος]]<br /><b>2.</b> [[αγκώνας]] («[[βραχίονας]], κορωνά, καρποὺς ἔσθει», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=κορωνόν -οῦ, τό [κορώνη] plur. ook κόρωνα, elleboog.
}}
}}