Anonymous

παράστρεμμα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παραστρέφω]]<br />(σχετικά με [[παράλυση]] του προσώπου) [[διαστροφή]], «[[στράβωμα]]».
|mltxt=τὸ, Α [[παραστρέφω]]<br />(σχετικά με [[παράλυση]] του προσώπου) [[διαστροφή]], «[[στράβωμα]]».
}}
{{elnl
|elnltext=παράστρεμμα -ατος, τό [παραστρέφω] vervorming, distorsie.
}}
}}