Anonymous

περιπίμπλαμαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπίμπλαμαι:''' αόρ. αʹ <i>περιε-πλήσθην</i>, Παθ., πληρούμαι, [[γεμίζω]] εντελώς, σε Ξεν.
|lsmtext='''περιπίμπλαμαι:''' αόρ. αʹ <i>περιε-πλήσθην</i>, Παθ., πληρούμαι, [[γεμίζω]] εντελώς, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden.
}}
}}