Anonymous

πολεμητέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολεμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[πολεμέω]], αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. [[πολεμητέα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''πολεμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[πολεμέω]], αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. [[πολεμητέα]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολεμητέον, adj. verb. van πολεμέω, er moet oorlog gevoerd worden; ook plur. πολεμητέα. Thuc. 1.79.2.
}}
}}