Anonymous

πολιορκητέος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιορκητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., είμαι πολιορκημένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''πολιορκητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., είμαι πολιορκημένος, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=πολιορκητέος -α -ον, adj. verb. van πολιορκέω, te belegeren.
}}
}}