3,273,773
edits
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(36 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pragmatikos | |Transliteration C=pragmatikos | ||
|Beta Code=pragmatiko/s | |Beta Code=pragmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πραγματική, πραγματικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for action]] or [[fit for business]], [[businesslike]], [[statesmanlike]], later Greek for [[πρακτικός]], [[βασιλεύς]], [[ἄνδρες]], Plb.7.11.2, 7.12.2, al.; [[pragmatici homines]], men [[of the world]], men [[of affairs]], Cic.''Att.''2.20.1; [[wise and prudent men]], Vett. Val.17.22; [[πραγματική]], = [[ἐπιστήμη τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων]], Andronic. Rhod.p.574 M. Adv. [[πραγματικῶς]] Cic.''QF''2.14.2.<br><span class="bld">2</span> Subst. [[πραγματικός]], ὁ, [[agent]], [[attorney]], <b class="b3">πραγματικὸς τῆς πόλεως, πραγματικὸς τοῦ νομοῦ</b>, ''Inscr.Magn.''189 (ii A. D.), ''PAmh.''2.107.15 (ii A. D.), cf. ''SIG''888.101 (Scaptopara, iii A. D.).<br><span class="bld">b</span> Lat. [[pragmaticus]], [[legal adviser]], Cic.''de Or.''1.45.59, Quint. ''Inst.''12.3.4, Juv.7.123.<br><span class="bld">c</span> [[civil official]], opp.military officer, ''PTeb.''58.18 (ii B. C.), ''OGI''139.7 (Egypt, ii B. C.), 669.21, al. (ibid. i A.D.); [[civilian]], opp. [[στρατιωτικός]], Plb.14.1.13; ἱερόδουλοι καὶ π. τοῦ ἱεροῦ [[LXX]] ''1 Es.''8.22.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">πραγματικὸς τύπος, πραγματικὸς νόμος</b>, = Lat. [[pragmatica sanctio]], Just.''Nov.''7.2.1, ''Cod.Just.''1.3.38.6.<br><span class="bld">II</span> of things,<br><span class="bld">1</span> of history, [[political]] (including [[military]]), Plb.1.2.8, 9.2.4, al., Plu.''Galb.''2, etc.; <b class="b3">π. ἀποφάσεις</b> [[political]] [[utterance]]s, Plb.32.2.7.<br><span class="bld">2</span> of speech or action, [[able]], [[prudent]], [[statesmanlike]], [[ἔργον]], [[λόγοι]], Id.3.116.7, 36.5.1; τρόπος Id.23.5.5; <b class="b3">ὥστε μὴ ὑποπτεῦσαί τι περὶ αὐτοῦ πραγματικόν</b> anything [[machiavellian]], Id.30.27.2, cf.30.19.11. Adv. [[πραγματικῶς]] Id.2.13.1, al.; [[by statecraft]], Id.31.10.6.<br><span class="bld">III</span> [[relating to subject-matter]], opp. [[style]], <b class="b3">ὁ πραγματικὸς τόπος</b>, opp. ὁ [[λεκτικός]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''1: Sup., πραγματικωτάτη [[εὕρεσις]] Hermog. ''Inv.''1.1.<br><span class="bld">2</span> [[relating to fact]], [[θεωρήματα]], [[ζήτησις]], Epicur.''Nat.''28 ''Fr.''4 (p.5 V.), Demetr.Lac.''Herc.''1014.62; [[πίστις]] Syrian.''in Hermog.'' ip.57 R. ([[varia lectio|v.l.]]): [[πραγματική]], ἡ, [[deliberation on matter of fact]] or on [[action]], ib.iip.161 R.; π. [[ἔγγραφος]], [[ἄγραφος]], ib.p.162 R.<br><span class="bld">b</span> [[material]] (opp. [[formal]], [[verbal]]), [[διαφωνία]] Simp. ''in Cael.''640.28. Adv. [[πραγματικῶς]], [[ζητεῖν]] Phld.''Rh.''2.238 S., cf. Plu.2.960b; [[διαφέρεσθαι]] ib.1113c; <b class="b3">τὸ πραγματικῶς ἀπορούμενον</b> [[difficulty]] [[arising from facts]] (opp. verbal), Simp.''in Ph.''1289.35: Sup., ἐν τοῖς Στωικοῖς πραγματικώτατα φιλοσοφῆσαι Porph.''Abst.''4.8: opp. [[ψυχικῶς]], [[στοιχειακῶς]], Anon.in Westermann ''Mythogr.''p.328.<br><span class="bld">IV</span> [[πραγματικόν]], τό, in Magic, [[effective spell]], PMag.Par.1.2432.<br><span class="bld">V</span> [[troublesome]], [[formidable]], of a [[citadel]], Plb.4.70.10; λίαν [[δυσάλωτος]] καὶ π. [[πόλις]] Beros. ap. J.''Ap.''1.20; of an [[attack]], Plb.5.5.4; ἀήττητα καὶ π. πλήθη Id.1.35.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] geschäftig, ὁ [[πραγματικός]], in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήθη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς [[τρόπος]] τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας [[τρόπος]], 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] geschäftig, ὁ [[πραγματικός]], in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήθη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς [[τρόπος]] τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας [[τρόπος]], 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der Geschichte der fabelhaften u. Heroenzeit (vgl. Plut. Galb. 2); auch = thatkräftig, Etwas auszurichten im Stande, [[ἐπίθεσις]], 5, 5, 4, λόγοι ἀνδρώδεις καὶ πραγματικοί, 36, 3, 1, u. öfter; auch das adv. braucht er häufig, geschickt, kundig, kräftig, λογίζεσθαι, διανοεῖσθαι, 3, 80, 5. 4, 50, 11, καὶ νουνεχῶς, 2, 13, 1. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[propre au maniement des affaires]], [[prudent]], [[avisé]] ; <i>particul.</i> habile politique;<br /><b>2</b> [[qui concerne les affaires politiques]].<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πραγματικός -ή -όν [πραγματεύομαι] efficiënt. Plut. Lyc. 21.1. politiek:. πραγματικὴ ἱστορία politieke geschiedenis Plut. Galb. 2.5. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πραγμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[сведущий в государственных делах]], [[политически опытный]] ([[βασιλεύς]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> дельный, т. е. боевой (πλήθη Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[укрепленный]], [[крепкий]] ([[τάξις]] Polyb.);<br /><b class="num">4</b> [[сильный]], [[энергичный]] ([[αἰφνίδιος]] καὶ πραγματικὴ [[ἐπίθεσις]] Polyb.);<br /><b class="num">5</b> [[деловой]], [[разумный]] ([[λόγος]] Polyb.);<br /><b class="num">6</b> [[основанный на фактах]], [[прагматический]] ([[τρόπος]] τῆς ἱστορίας и [[ἱστορία]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> [[опытный государственный деятель]], [[искусный политик]] Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[законовед]], [[поверенный]], [[адвокат]], Cic., Juv. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πραγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ | |mltxt=-ή, -ό / [[πραγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πρᾶγμα]], -ατος<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πραγματικότητα]], που συμφωνεί με την [[πραγματικότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο [[αληθινός]], ο [[αντικειμενικός]] («πραγματική [[ιστορία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή υπάγεται σε περιουσιακό [[αντικείμενο]], [[δηλαδή]] σε εμπράγματη [[σχέση]] δικαίου ή σε εμπράγματο [[δικαίωμα]] (α. «πραγματική [[δουλεία]]» — η [[δουλεία]] που βαρύνει ορισμένο ακίνητο<br />β. «πραγματικό [[δίκαιο]]» — το καλούμενο εμπράγματο [[δίκαιο]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πραγματική</i><br /><b>(λογ.)</b> [[τομέας]] της μεταλογικής ή γενικής σημειωτικής στον οποίο εξετάζονται οι σχέσεις [[μεταξύ]] γλωσσικών σημείων και του ανθρώπου που τά χρησιμοποιεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πραγματικοί αριθμοί»<br /><b>μαθημ.</b> συνοπτική [[ονομασία]] τών θετικών και τών αρνητικών αριθμών, [[καθώς]] και του μηδενός, οι οποίοι υποδιαιρούνται σε ρητούς και άρρητους και ονομάστηκαν [[έτσι]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους φανταστικούς αριθμούς, [[δηλαδή]] τους μιγαδικούς ή τους υπερμιγαδικούς<br />β) «πραγματικό [[είδωλο]]» — το [[είδωλο]] που σχηματίζεται με την [[εστίαση]] τών φωτεινών ακτίνων που προέρχονται [[κατευθείαν]] από το πραγματικό [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το φανταστικό [[είδωλο]], που σχηματίζεται έμμεσα από την [[προέκταση]] τών ακτίνων αυτών [[πίσω]] από την ανακλώσα [[επιφάνεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «πραγματική [[κύρωση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ονομασία]] τών διαταγμάτων για τη [[ρύθμιση]] θεμελιωδών θεμάτων της πολιτείας, όπως τών σχέσεων της με την Εκκλησία, προβλημάτων διαδοχής, ζητημάτων φορολογίας, οργάνωσης της διοίκησης, ιδιοκτησίας κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πρακτικός]]<br /><b>2.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]] («εἰ δὲ βασιλέως πραγματικοῦ τηρεῖν αὐτήν», Πολύθ.)<br /><b>3.</b> [[συνετός]], [[μυαλωμένος]], σώφρονος<br /><b>4.</b> [[πολιτικός]] («πέφυκε τοῖς φιλομαθοῦσιν ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας [[τρόπος]]», Πολύβ.)<br /><b>5.</b> [[υλικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον προφορικό<br /><b>6.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα [[γεγονός]] που έχει συμβεί<br /><b>7.</b> [[αποτελεσματικός]], [[δραστικός]]<br /><b>8.</b> (για [[τόπο]]) οχυρωμένος από τη [[φύση]] («[[δυσάλωτος]] καὶ πραγματικὴ [[πόλις]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[επίθεση]]) [[ορμητικός]], [[ακάθεκτος]] («αἰφνίδιον καὶ πραγματικήν... συνίστασαν τὴν... ἐπίθεσιν», Πολύβ.)<br /><b>10.</b> [[υλικός]]<br /><b>11.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πραγματικός]]<br />α) [[αντιπρόσωπος]], [[πληρεξούσιος]], [[επίτροπος]] («πραγματικὸς τῆς πόλεως», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[νομικός]] [[σύμβουλος]] ρητόρων και δικηγόρων<br />γ) [[πολιτικός]] [[υπάλληλος]]<br />δ) [[πολίτης]], [[ιδιώτης]] («ἱερόδουλοι καὶ πραγματικοὶ τοῦ ἱεροῦ», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πραγματική</i><br />α) [[επιστήμη]] τών ανθρώπινων πραγμάτων<br />β) [[συζήτηση]] για ένα [[γεγονός]] ή [[ζήτημα]]<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πραγματικόν</i><br />(για [[μαγεία]]) αποτελεσματική [[επωδός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραγματικά</i> / <i>πραγματικῶς</i>, ΝΜΑ<br />ουσιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πράγματι]], όντως, αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενεργητικά, με [[δραστηριότητα]]<br /><b>2.</b> συνετά, [[φρόνιμα]] («νουνεχῶς καὶ πραγματικῶς χειρίζων τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]]», Πολύβ.)<br /><b>3.</b> από [[πολιτική]] [[ικανότητα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πραγμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[πρᾶγμα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατάλληλος]] για [[ασχολία]], [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], <i>οἱ πραγματικοί</i>, οι άνθρωποι της δράσης, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> στους Ρωμαίους συγγραφείς, [[pragmaticus]] ήταν ένα είδος πληρεξούσιου δικηγόρου, σε Κικ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για την [[ιστορία]], [[συστηματικός]], σε Πολύβ.· λέγεται για [[ομιλία]], [[διαγωγή]] κ.λπ.· [[ικανός]], [[φρόνιμος]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | |lsmtext='''πραγμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[πρᾶγμα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατάλληλος]] για [[ασχολία]], [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], <i>οἱ πραγματικοί</i>, οι άνθρωποι της δράσης, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> στους Ρωμαίους συγγραφείς, [[pragmaticus]] ήταν ένα είδος πληρεξούσιου δικηγόρου, σε Κικ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για την [[ιστορία]], [[συστηματικός]], σε Πολύβ.· λέγεται για [[ομιλία]], [[διαγωγή]] κ.λπ.· [[ικανός]], [[φρόνιμος]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πραγμᾰτικός''': -ή, -όν, (πράγμα) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἐνέργειαν ἢ ἀσχολίαν [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], ἐν χρήσει ἐν τῇ μεταγενεστ. Ἑλλην. ἀντὶ τοῦ [[πρακτικός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐμπείρων τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Πολύβ. 7. 11, 2., 7. 12, 2, κ. ἀλλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4897C, 7· οἱ πρ., ἀντίθετον τῷ οἱ στρατιωτικοὶ ὁ αὐτ. 14. 4, 13, πρβλ. 24. 5, 5, Κικ, πρ. Ἀττ. 2. 20· ― [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ἄνδρες ἐνεργητικοί, Πολύβ. 1. 35, 5, πρβλ. 7. 11, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ νομικὴ [[φράσις]] pragmatica sanctio ἢ jussio, αὐτοκρατορικὸν [[διάταγμα]] ἐπὶ δημοσίων ὑποθέσεων, Κῶδ. Ἰουστ., κτλ. 2) παρὰ τοῖς Ρωμ. συγγραφεῦσι pragmaticus ἐκαλεῖτο ὁ ὑποβάλλων ἐπιχειρήματα εἰς τοὺς ῥήτορας καὶ δικηγόρους, ὁ διευθύνων δίκας κτλ., Cic de Orat. 1. 45, 59, Ἰουβεν. 7. 123, Quintil 12. 3, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) ἐπὶ ἱστορίας, συστηματικὴ [[ἔκθεσις]] τῶν γεγονότων, Πολύβ. 1. 2. 8, κτλ.· πρβλ. [[πραγματεία]] ΙΙΙ. 2) [[ἰσχυρός]], ἐπὶ φρουρίου, ὁ αὐτ. 4. 70, 10. 3) ἐπὶ λόγου, ὁμιλίας, διαγωγῆς, κτλ., [[ἱκανός]], [[φρόνιμος]], ὁ αὐτ. 3. 116, 7., 36. 3, 1, κτλ.· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 2. 13, 1, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς πραγματικὰ πράγματα, ὁ πρ. [[τόπος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁ [[λεκτικός]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1· ― [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ ψυχικῶς, Script. Myth. σ. 328 Westerm. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρᾶγμα]]<br /><b class="num">I.</b> fit for [[business]], [[active]], [[business]]-like; οἱ πραγματικοί men of [[action]], Polyb.<br /><b class="num">2.</b> in Roman writers, [[pragmaticus]] was a [[kind]] of [[attorney]], Cic.<br /><b class="num">II.</b> of [[history]], [[systematic]], Polyb.: of a [[speech]], [[conduct]], etc., [[able]], [[prudent]], Polyb.:—adv. -κῶς, Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=-όν subst. τὸ π. [[fórmula mágica]] ὡς δὲ ἐν τῷ χάρτῃ, ᾧ εὗρον, μετεβλήθη τὸ πραγματικόν, οὕτως <b class="b3">como en el papiro que encontré la fórmula mágica fue cambiada, (escribe) de este modo</b> P IV 2432 | ||
}} | }} |