Anonymous

πρόπλους: Difference between revisions

From LSJ
nl
(34)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α [[προπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που προπλέει, που πλέει [[πρώτος]], αυτός που προηγείται σε πλου για λόγους ασφαλείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πρόπλους]]<br />[[πλους]] [[πριν]] από τους άλλους, προηγούμενος [[πλους]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ πρόπλοι</i><br />(ενν. [[νῆες]]) πλοία που προηγούνται και οδηγούν τα άλλα που ακολουθούν.
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α [[προπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που προπλέει, που πλέει [[πρώτος]], αυτός που προηγείται σε πλου για λόγους ασφαλείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πρόπλους]]<br />[[πλους]] [[πριν]] από τους άλλους, προηγούμενος [[πλους]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ πρόπλοι</i><br />(ενν. [[νῆες]]) πλοία που προηγούνται και οδηγούν τα άλλα που ακολουθούν.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόπλους -ουν, Ion. πρόπλοος -οον [προπλέω] vooruit varend:. αἱ πρόπλοι de voorhoede van de vloot Isocr. 4.92.
}}
}}