Anonymous

προσερυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσερυγγάνω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, = [[προσερεύγομαι]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''προσερυγγάνω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, = [[προσερεύγομαι]], σε Θεόφρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσερυγγάνω [προσερεύγομαι] boeren:. ἅμα πίνων προσερυγγάνειν bij het drinken boeren laten Thphr. Char. 19.5.
}}
}}