Anonymous

προσκύσας: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκύσας''': πρόσκῠσον, ἀόρ. α΄ μετοχ. καὶ προστακτ. τοῦ [[προσκυνέω]].
|lstext='''προσκύσας''': πρόσκῠσον, ἀόρ. α΄ μετοχ. καὶ προστακτ. τοῦ [[προσκυνέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσκύσας ptc. aor. act. van προσκυνέω.
}}
}}