Anonymous

προσραπτέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσραπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ράψει, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσραπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ράψει, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσραπτέον, adj. verb. van προσράπτω, er moet aangenaaid worden.
}}
}}