Anonymous

σιγητέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σιγητέον:''' ρημ. επίθ. του [[σιγάω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να σιγήσει ή να σιωπήσει, σε Ευρ.
|lsmtext='''σιγητέον:''' ρημ. επίθ. του [[σιγάω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να σιγήσει ή να σιωπήσει, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σιγητέον [σιγάω] er moet gezwegen worden.
}}
}}