Anonymous

πτοιώδης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(35)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτοία]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) φοβισμένος, τρομαγμένος<br /><b>2.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτοία]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) φοβισμένος, τρομαγμένος<br /><b>2.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
}}
{{elnl
|elnltext=πτοιώδης -ες [πτοία] angstig.
}}
}}