3,254,072
edits
(6_1) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεγνόω''': (στεγνὸς) [[καλύπτω]] στεγνῶς, ἑρμητικῶς, [[κλείω]] καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., [[ἐμποδίζω]], σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. [[συστεγνόω]]. | |lstext='''στεγνόω''': (στεγνὸς) [[καλύπτω]] στεγνῶς, ἑρμητικῶς, [[κλείω]] καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., [[ἐμποδίζω]], σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. [[συστεγνόω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στεγνόω [στεγνός] alleen med.-pass. zich dichten, zich sluiten. | |||
}} | }} |