Anonymous

σπευστέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπευστέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ σπεύσῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 320, Πολύβ. 4. 30, 5.
|lstext='''σπευστέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ σπεύσῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 320, Πολύβ. 4. 30, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=σπευστέον, adj. verb. van σπεύδω, er moet haast gemaakt worden.
}}
}}