Anonymous

στύφλος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(39)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, και [[στυφλός]], -όν, Α<br />[[τραχύς]], [[σκληρός]], [[στυφελός]] («ἀπὸ στύφλου πέτρας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στυφελίζω]].
|mltxt=-ον, και [[στυφλός]], -όν, Α<br />[[τραχύς]], [[σκληρός]], [[στυφελός]] («ἀπὸ στύφλου πέτρας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στυφελίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στύφλος -ον [~ στυφελός] hard, ruw.
}}
}}