Anonymous

συμμερίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμερίζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[διανέμω]] σε μερίδια, [[διαμοιράζω]] — Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] σε ή από [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συμμερίζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[διανέμω]] σε μερίδια, [[διαμοιράζω]] — Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] σε ή από [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.
}}
}}