Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυφώδης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(42)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[τυφώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τῡφος]]<br /><b>1.</b> (για πυρετό) όμοιος με τύφο, [[τυφοειδής]]<br /><b>2.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τυφώδης]] [[κατάσταση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε [[βαριά]] λοιμώδη νοσήματα, όπως [[είναι]] κατ' εξοχήν ο [[τυφοειδής]] [[πυρετός]] και ο [[εξανθηματικός]] [[τύφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με καπνό, [[ζοφώδης]], [[ζοφερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο που έχει πυρετό) αυτός που παραληρεί, που έχει [[παραλήρημα]].
|mltxt=-ες / [[τυφώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τῡφος]]<br /><b>1.</b> (για πυρετό) όμοιος με τύφο, [[τυφοειδής]]<br /><b>2.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τυφώδης]] [[κατάσταση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε [[βαριά]] λοιμώδη νοσήματα, όπως [[είναι]] κατ' εξοχήν ο [[τυφοειδής]] [[πυρετός]] και ο [[εξανθηματικός]] [[τύφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με καπνό, [[ζοφώδης]], [[ζοφερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο που έχει πυρετό) αυτός που παραληρεί, που έχει [[παραλήρημα]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυφώδης -ες [τῦφος] in delirium. Hp.
}}
}}