Anonymous

ψύλλιον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_9)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψύλλιον''': ἢ ψυλλίον, τό, ψυλλόχορτον ἢ ψυλλοβότανον, Plantago psyllium, Διοσκ. 4. 70, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 157.
|lstext='''ψύλλιον''': ἢ ψυλλίον, τό, ψυλλόχορτον ἢ ψυλλοβότανον, Plantago psyllium, Διοσκ. 4. 70, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 157.
}}
{{elnl
|elnltext=ψύλλιον -ου, τό [ψύλλα] vlooienkruid (plant).
}}
}}