Anonymous

συγκομιδή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />collection, approvisionnement, récolte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κομιδή]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />collection, approvisionnement, récolte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κομιδή]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [[συγκομίζω]]<br />[[συλλογή]] και [[μεταφορά]] γεωργικού προϊόντος από τον [[τόπο]] καλλιέργειας στον [[τόπο]] επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών καρπών που συγκομίζονται<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[είδος]] συσσώρευσης («[[συγκομιδή]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[συσσώρευση]] στον ίδιο [[τόπο]] («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συγκομιδὴ ἱστορίας» — [[συγγραφή]], [[συρραφή]] ιστορίας [[μετά]] από [[συγκέντρωση]] στοιχείων.
}}
}}
{{grml
{{grml