Anonymous

συμπέσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπέσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πέψω. Μαλακώνω [[ὁμοῦ]] διὰ τῆς θερμότητος, συναπαλύνω, [[κάμνω]] νὰ ὡριμάσῃ τι, ὥριμον ποιῶ, [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], Λατιν. concoque, ὀμαλῦναι καὶ συμπέψαι Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 17· ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16, πρβλ. 11, κτλ.· ― [[ἐκκολάπτω]], [[ἐκλεπίζω]] ᾠά, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 7, πρβλ. 6. 2, 22., 9. 40, 23, π. Ζ. Γεν. 3. 2, κ. ἀλλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 4. 3. 5· ἐπὶ τροφῆς, «χωνεύομαι», ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 2, 3.
|lstext='''συμπέσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πέψω. Μαλακώνω [[ὁμοῦ]] διὰ τῆς θερμότητος, συναπαλύνω, [[κάμνω]] νὰ ὡριμάσῃ τι, ὥριμον ποιῶ, [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], Λατιν. concoque, ὀμαλῦναι καὶ συμπέψαι Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 17· ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16, πρβλ. 11, κτλ.· ― [[ἐκκολάπτω]], [[ἐκλεπίζω]] ᾠά, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 7, πρβλ. 6. 2, 22., 9. 40, 23, π. Ζ. Γεν. 3. 2, κ. ἀλλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 4. 3. 5· ἐπὶ τροφῆς, «χωνεύομαι», ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 2, 3.
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[συμπέττω]] και δ. αν. [[συμπέπτω]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ώριμο με [[θερμότητα]] («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[εξάνθημα]] ή [[έλκος]]) [[επουλώνω]]<br /><b>3.</b> [[εκκολάπτω]]<br /><b>4.</b> [[ευνοώ]] την [[πέψη]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπέσσομαι</i><br />(για [[τροφή]]) πέπτομαι, χωνεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέσσω]] / [[πέττω]] / [[πέπτω]] «[[μαγειρεύω]], [[βράζω]], [[ωριμάζω]], [[χωνεύω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml