Anonymous

συμμιγής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> mêlé avec, <i>càd</i> qui s’ajoute à, τινι;<br /><b>2</b> commun;<br /><b>3</b> confus ; épais, profond <i>en parl. d’ombre</i> ; trouble <i>en parl. d’eau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> mêlé avec, <i>càd</i> qui s’ajoute à, τινι;<br /><b>2</b> commun;<br /><b>3</b> confus ; épais, profond <i>en parl. d’ombre</i> ; trouble <i>en parl. d’eau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αναμεμιγμένος, [[σύμμικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμμιγής]] [[αριθμός]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] που δεν ανήκει στο δεκαδικό [[σύστημα]] και ο [[οποίος]] αποτελείται από περισσότερα του ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο [[φυσικό]] [[μέγεθος]] [[αλλά]] έχουν διαφορετικές μονάδες μέτρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκεχυμένος («ἠχὴ [[ἄκριτος]] καὶ [[συμμιγής]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκιά]]) [[πυκνός]]<br /><b>3.</b> (για δρυμό) [[σύσκιος]]<br /><b>4.</b> (για [[νερό]]) [[πυκνόρρευστος]]<br /><b>5.</b> [[κοινός]] σε δύο ή περισσότερα άτομα («ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ [[κακά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ονομασία]] είδους επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μίγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-[[μιγής]].
}}
}}
{{grml
{{grml