Anonymous

συναθροισμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />rassemblement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />rassemblement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («πάντων τῶν ζῴων [[συναθροισμός]]», Αίσωπ.)<br /><b>2.</b> ρητορικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο γίνεται [[συναγωγή]] σε ένα [[κεφάλαιο]] αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
}}
}}
{{grml
{{grml