|
|
Line 15: |
Line 15: |
| {{ls | | {{ls |
| |lstext='''συναναστροφή''': ἡ, ἐν τῷ πληθ., τὸ συναναστρέφεσθαι, [[συνδιατριβή]], [[ἐπιμιξία]], Διόδ. 4. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 9, 5, κτλ. | | |lstext='''συναναστροφή''': ἡ, ἐν τῷ πληθ., τὸ συναναστρέφεσθαι, [[συνδιατριβή]], [[ἐπιμιξία]], Διόδ. 4. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 9, 5, κτλ. |
| }}
| |
| {{grml
| |
| |mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] [[μετὰ]] ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).
| |
| }} | | }} |
| {{grml | | {{grml |