Anonymous

συναληθεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=dire également la vérité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀληθεύω]].
|btext=dire également la vérité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀληθεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λογ.)</b> (για κρίσεις) [[αληθεύω]] συγχρόνως ή [[επίσης]] (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ [[διάμετρον]] ἐνδέχεται συναληθεύειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />λέω κι εγώ την [[αλήθεια]] («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναζητώ]] την [[αλήθεια]] από κοινού με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml