|
|
Line 18: |
Line 18: |
| {{bailly | | {{bailly |
| |btext=ή, όν :<br />apte à s’unir deux à deux.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]]. | | |btext=ή, όν :<br />apte à s’unir deux à deux.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]]. |
| }}
| |
| {{grml
| |
| |mltxt=-ή, -ό / [[συνδυαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνδυάζω]]<br />ο [[ικανός]] ή ο [[κατάλληλος]] στο [[συνταίριασμα]] ή στη [[συσχέτιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συνδυαστική [[ανάλυση]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κλάδος]] τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων που αποτελούν πεπερασμένα σύνολα<br />β) «συνδυαστική [[αρχή]]»<br /><b>φυσ.</b> η [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στις γραμμές ενός φάσματος και σε μια [[σειρά]] όρων, [[κατάλληλα]] επιλεγμένων, [[έτσι]] ώστε οι συχνότητες τών φασματικών γραμμών να εκφράζονται ως διαφορές αυτών τών όρων<br />γ) «συνδυαστική [[ικανότητα]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[ικανότητα]] της νόησης να ανευρίσκει τις σχέσεις [[ανάμεσα]] στα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τις έννοιες και, με νέους συνδυασμούς παραστάσεων και άλλων στοιχείων του ψυχικού βίου, να δημιουργεί νέα κατασκευάσματα ή, με τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων νέων παραστάσεων, να συγκροτεί μια νέα [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτήδειος]] ή [[επιρρεπής]] [[προς]] τη συζυγική ή [[κατά]] ζεύγη ζωή. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνδυαστικώς</i> και <i>συνδυαστικά</i> Ν<br />με συνδυαστικό τρόπο.
| |
| }} | | }} |
| {{grml | | {{grml |