Anonymous

συναπεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> aider à achever, à accomplir <i>ou</i> à exécuter;<br /><b>2</b> venir en aide à, compléter <i>ou</i> achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπεργάζομαι]].
|btext=<b>1</b> aider à achever, à accomplir <i>ou</i> à exécuter;<br /><b>2</b> venir en aide à, compléter <i>ou</i> achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπεργάζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀπεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] στην [[ετοιμασία]] ή στην [[αποπεράτωση]] ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βελτιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συναπεργάζομαι]] τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — [[βοηθώ]] με τη [[γλώσσα]] και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν [[αποτέλεσμα]] σε εκείνους που ακούν.
}}
}}
{{grml
{{grml