Anonymous

συνεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />simplement.<br />'''Étymologie:''' dérivé du part. pf. Pass. de [[συστέλλω]].
|btext=<i>adv.</i><br />simplement.<br />'''Étymologie:''' dérivé du part. pf. Pass. de [[συστέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[συστολή]], με [[σεμνότητα]] και [[ευπρέπεια]] (α. «μιλάει [[πάντα]] συνεσταλμένα» β. «[[συνεσταλμένως]] ζῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[συντομία]], περιληπτικά («[[συνεσταλμένως]] μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> με [[συστολή]] της συλλαβής, με βραχύ [[φωνήεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συνεσταλμένος]] του [[συστέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml