Anonymous

συνεπείγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπείγω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπείγω]], [[προτρέπω]], παρορμῶ εἴς τι, ἐπὶ τὸ [[κάλλιον]] Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 946· ἐς τὸν κίνδυνον Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 10, κτλ.· καὶ ἀμεταβ., [[σπεύδω]] [[πρός]] τι, [[αὐτόθι]] 2. 2. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[αὐτόθι]] 1. 10. ΙΙ. συνεπείγεσθαί τινι, συναύξεσθαι μετά τινος, Αἰλ. περὶ Ζ. 14. 23.
|lstext='''συνεπείγω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπείγω]], [[προτρέπω]], παρορμῶ εἴς τι, ἐπὶ τὸ [[κάλλιον]] Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 946· ἐς τὸν κίνδυνον Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 10, κτλ.· καὶ ἀμεταβ., [[σπεύδω]] [[πρός]] τι, [[αὐτόθι]] 2. 2. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[αὐτόθι]] 1. 10. ΙΙ. συνεπείγεσθαί τινι, συναύξεσθαι μετά τινος, Αἰλ. περὶ Ζ. 14. 23.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρορμώ]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) [[σπεύδω]], [[τρέχω]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεπείγομαι</i><br />αυξάνομαι [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml