|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συνεργάτιδα]] και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α [[συνεργάζομαι]]<br />αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την [[επίτευξη]] κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δίνει [[συνεργασία]] σε ένα [[ίδρυμα]] ή σε μια [[επιχείρηση]].