Anonymous

συνεπιμελητής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />coopérateur, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπιμελέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />coopérateur, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπιμελέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιμελοῡμαι]]<br />[[συνεργάτης]] του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}
{{grml
{{grml