|
|
Line 15: |
Line 15: |
| {{ls | | {{ls |
| |lstext='''σύμπλοκος''': -ον, ὁ συμπεπλεγμένος, [[περίπλοκος]], περιπεπλεγμένος, Ἀνθ. Π. 5. 255, 290, Νόνν., κλπ. | | |lstext='''σύμπλοκος''': -ον, ὁ συμπεπλεγμένος, [[περίπλοκος]], περιπεπλεγμένος, Ἀνθ. Π. 5. 255, 290, Νόνν., κλπ. |
| }}
| |
| {{grml
| |
| |mltxt=-η, -ο / [[σύμπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[συμπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σύμπλοκος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[συμπλοκίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σύμπλοκα</i><br />α) <b>βιολ.</b> κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες που επιδρούν στη φυλετική [[διαφοροποίηση]] τών γεννητικών οργάνων του αρχικά αμφιφυλετικού εμβρύου<br />β) <b>χημ.</b> οι σύμπλοκες ενώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σύμπλοκες ενώσεις»<br /><b>χημ.</b> χημικές ενώσεις τών οποίων η [[δομή]] χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] εν γένει ενός κεντρικού ατόμου κάποιου μετάλλου συνδεδεμένου χημικώς με ορισμένο αριθμό μη μεταλλικών ατόμων, μορίων ή ριζών που ονομάζονται υποκαταστάτες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλεγμένος [[μαζί]], [[περίπλοκος]] («ἡμερίδος στελέχη δύο σύμπλοκα λύσει στρεπτά», Παυλ. Σιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μπλέχθηκε, που μπερδεύτηκε [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />προσηλωμένος («τῷ σταυρῷ σύμπλοκον ἔστω», <b>Νόνν.</b>).
| |
| }} | | }} |
| {{grml | | {{grml |