3,274,921
edits
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυρός]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[κύρης]]. | |mltxt=[[κυρός]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[κύρης]].<br /><b>(I)</b><br />το (AM κῡρος)<br />[[αξία]] βεβαιωμένη από τον νόμο, νομική [[ισχύς]], [[εγκυρότητα]] (α. «το [[συμβόλαιο]] δεν έχει [[κύρος]] [[επειδή]] δεν έχει [[υπογραφή]] συμβολαιογράφου» β. «ὁ [[νόμος]] τὸ κῡρος ἔλαβε», Δίων. Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[δύναμη]], η [[επιβολή]] ή [[επίδραση]] ενός ατόμου με ισχυρή [[προσωπικότητα]], με [[θέση]] ή με [[ειδικότητα]] («τα [[λόγια]] του δεν έχουν [[κύρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύψιστη [[δύναμη]], [[πλήρης]] [[εξουσία]] («ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τών πρηγμάτων τὸ κῡρος ἔχειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξουσιάζει, ο [[άρχοντας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ κῡρος τῆς ἐνεργείας» — η [[αρχή]] μιας πράξης<br />β) «[[ὑπάρχω]] κῡρος τινός» — [[γίνομαι]] [[αιτία]] για [[κάτι]] («ἡ δὲ νῡν [[ἴσως]] πολλῶν ὑπάρξει κῡρος [[ἡμέρα]] καλῶν» — η σημερινή [[ημέρα]] θα γίνει ίσως [[αιτία]] πολλών καλών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μπορεί να [[είναι]] ή υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>κυρῶ</i> ή προέρχεται από έναν αρχαίο τ. [[κῦρος]] (<i>ὁ</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[κύρος]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[κύρης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |