3,274,917
edits
(3b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκτος]])<br />[[αίσθημα]] λύπης για την [[κατάσταση]] κάποιου, [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]] («δι' οὶκτου χεῑρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφρόνηση]], [[αποτροπιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρήνος]], [[οδυρμός]] («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. «[[θρήνος]], [[οδυρμός]]» της λ. [[οἶκτος]] οδηγεί στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[οἴζω]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οιζύς</i>, [[οίμοι]]). Η [[οικογένεια]] της λ. [[οἶκτος]] [[είναι]] συνώνυμη με εκείνην της λ. [[ἔλεος]], [[αλλά]] περισσότερο εκφραστική]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκτος]])<br />[[αίσθημα]] λύπης για την [[κατάσταση]] κάποιου, [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]] («δι' οὶκτου χεῑρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφρόνηση]], [[αποτροπιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρήνος]], [[οδυρμός]] («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. «[[θρήνος]], [[οδυρμός]]» της λ. [[οἶκτος]] οδηγεί στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[οἴζω]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οιζύς</i>, [[οίμοι]]). Η [[οικογένεια]] της λ. [[οἶκτος]] [[είναι]] συνώνυμη με εκείνην της λ. [[ἔλεος]], [[αλλά]] περισσότερο εκφραστική].<br />οἰκτός, -ή, -όν (Α) [[οίγω]]<br />[[ανοιχτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |