Anonymous

ἦ: Difference between revisions

From LSJ
13 bytes removed ,  2 January 2019
m
Text replacement - "(\{\{lsm\n.*?)(\n\}\}\n\{\{lsm\n\|lsmtext=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3"
(2b)
m (Text replacement - "(\{\{lsm\n.*?)(\n\}\}\n\{\{lsm\n\|lsmtext=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἦ:''' επίρρ. με [[δύο]] κύριες σημασίες, βεβαιωτική και ερωτηματική.<br /><b class="num">I.</b> ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟ· Για να επιβεβαιώσει έναν ισχυρισμό· αληθινά, [[βεβαίως]], με [[ασφάλεια]], [[πράγματι]], τω όντι, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[συχνά]] επιτεταμ. συνοδευμένο από άλλα μόρια, όπως: ἦ [[ἄρα]], <i>ἦ δή</i>, ἦ [[δή που]], ἦ [[μάλα]], κ.λπ.· χρησιμ. επίσης για να εκφράσει [[αμφιβολία]], [[ἦ που]]· ο πιο [[ισχυρός]] από τους συνδυασμούς αυτούς είναι το ἦ [[μήν]], Ιων. και Επικ. ἦ [[μέν]], ἦ [[μάν]], που χρησιμ. σε ισχυρές επιβεβαιώσεις και όρκους· <i>σύ μοι ὄμοσσον</i>, ἦ [[μέν]] μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ· Σε ερωτημ. προτάσεις· Λατ. num? = [[παρακαλώ]]; δεν είναι έτσι; επίσης, <i>ἦ οὐκ...;</i>, Λατ. [[nonne]]? Συχνά προστίθενται σε αυτό τα μόρια· <i>ἦ</i>, <i>ἦ ἄρ</i>, <i>ἦ ῥα</i>, ἦ [[ἄρα]] δή, κ.λπ.
|lsmtext='''ἦ:''' επίρρ. με [[δύο]] κύριες σημασίες, βεβαιωτική και ερωτηματική.<br /><b class="num">I.</b> ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟ· Για να επιβεβαιώσει έναν ισχυρισμό· αληθινά, [[βεβαίως]], με [[ασφάλεια]], [[πράγματι]], τω όντι, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[συχνά]] επιτεταμ. συνοδευμένο από άλλα μόρια, όπως: ἦ [[ἄρα]], <i>ἦ δή</i>, ἦ [[δή που]], ἦ [[μάλα]], κ.λπ.· χρησιμ. επίσης για να εκφράσει [[αμφιβολία]], [[ἦ που]]· ο πιο [[ισχυρός]] από τους συνδυασμούς αυτούς είναι το ἦ [[μήν]], Ιων. και Επικ. ἦ [[μέν]], ἦ [[μάν]], που χρησιμ. σε ισχυρές επιβεβαιώσεις και όρκους· <i>σύ μοι ὄμοσσον</i>, ἦ [[μέν]] μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ· Σε ερωτημ. προτάσεις· Λατ. num? = [[παρακαλώ]]; δεν είναι έτσι; επίσης, <i>ἦ οὐκ...;</i>, Λατ. [[nonne]]? Συχνά προστίθενται σε αυτό τα μόρια· <i>ἦ</i>, <i>ἦ ἄρ</i>, <i>ἦ ῥα</i>, ἦ [[ἄρα]] δή, κ.λπ.<br />'''ἦ:''' αντί <i>ἔφη</i>, γʹ ενικ. παρατ. ή αορ. βʹ του [[ἠμί]].<br /><b class="num">• ἦ:</b> Αττ. συνηρ. [[τύπος]] από το Ιων. <i>ἔα</i>, παρατ. του [[εἰμί]] (Λατ. [[sum]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἦ:''' αντί <i>ἔφη</i>, γʹ ενικ. παρατ. ή αορ. βʹ του [[ἠμί]].<br /><b class="num">• ἦ:</b> Αττ. συνηρ. [[τύπος]] από το Ιων. <i>ἔα</i>, παρατ. του [[εἰμί]] (Λατ. [[sum]]).
}}
}}
{{elru
{{elru