Anonymous

βαῦνος: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=βαῡνος και βαυνός, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]].
|mltxt=βαῡνος και βαυνός, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[furnace]], auch = <b class="b3">χυτρόπους</b> (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);<br />Other forms: Cf. <b class="b3">βαύνη κάμινος η χωνευτήριον</b> H..<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Technical term without etym. Fur. 236 compares <b class="b3">αὖνος κάμινος</b>.
}}
}}