Anonymous

ἀϊκής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀϊκής:''' [ῐ], -ές, ποιητ. αντί [[ἀεικής]], επίρρ. [[ἀϊκῶς]], σε Ομήρ. Ιλ.· σε Τραγ., [[αἰκής]], [[αἰκῶς]].
|lsmtext='''ἀϊκής:''' [ῐ], -ές, ποιητ. αντί [[ἀεικής]], επίρρ. [[ἀϊκῶς]], σε Ομήρ. Ιλ.· σε Τραγ., [[αἰκής]], [[αἰκῶς]].
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: [[unseemly]]<br />See also: [[ἔοικα]]
}}
}}