3,253,652
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀΐτας:''' [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. [[λέξη]] που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, [[ευνοούμενος]], [[αγαπημένος]], σε Θεόκρ.· γενικά, ο [[εραστής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀΐτας:''' [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. [[λέξη]] που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, [[ευνοούμενος]], [[αγαπημένος]], σε Θεόκρ.· γενικά, ο [[εραστής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[eromenos]] (Ar.); <b class="b3">ἀείταν τὸν ἑταῖρον</b>. <b class="b3">Ἀριστοφάνης δε τὸν ἐρώμενον</b> (Ar. fr. 738; Theocr. 12, 14 where it is called Thessalian. Also a fish (Pap. Tebt. 701, 44).<br />Other forms: Fem. <b class="b3">ἀῖτις</b> Hdn. Gr. Alcm. 34 Page.<br />Dialectal forms: A Dorian or Thessalian word.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: From <b class="b3">ἀίω</b> Diels Hermes 31, 372 and Bechtel Gr. Dial. 1, 201. Cf. Arena RFIC 96, 1968, 257f. | |||
}} | }} |