Anonymous

ἄμωτον: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμωτον]], το (Α)<br />[[καρπός]] της καστανιάς, [[κάστανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[ἄμωτον]], το (Α)<br />[[καρπός]] της καστανιάς, [[κάστανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: = <b class="b3">καστάνειον</b><br />See also: [[μότα]]
}}
}}