Anonymous

ἄραδος: Difference between revisions

From LSJ
1
(6)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη (<b>[[πρβλ]].</b> [[άραβος]]). Ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>δος</i>, οι οποίες [[είναι]] τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία [[κατηγορία]] τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμαδος</i>, [[ροίβδος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη (<b>[[πρβλ]].</b> [[άραβος]]). Ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>δος</i>, οι οποίες [[είναι]] τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία [[κατηγορία]] τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμαδος</i>, [[ροίβδος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[disturbance]], [[palpitation]] (Hp.).<br />Derivatives: <b class="b3">ἀραδ</b><<b class="b3">ήσ</b>><b class="b3">ει θορυβήσει</b>, <b class="b3">ταράξει</b> and <b class="b3">ἀράδηται κεκόνηται</b> (?), <b class="b3">συγκέχυται</b> H.; also <b class="b3">ἀράζουσιν ἐρεθίζουσιν</b> H.<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">κέλαδος</b>, <b class="b3">ὅμαδος</b> etc. (Chantr. Form. 359). Perhaps onomatopoietic, or not primarily of sound? cf. [[ἄραβος]].
}}
}}